απότροπος — ἀπότροπος, ον (Α) [αποτρέπω] 1. ο απομακρυσμένος, αυτός που ζει μακριά από τους ανθρώπους 2. αποτρόπαιος, φοβερός, φρικιαστικός 3. αυστηρός, εχθρικός 4. ο αποτρεπτικός … Dictionary of Greek
ἀπότροπος — turned away masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότροπον — ἀπότροπος turned away masc/fem acc sg ἀπότροπος turned away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρόποισι — ἀπότροπος turned away masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρόπου — ἀπότροπος turned away masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρόπους — ἀπότροπος turned away masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρόπων — ἀπότροπος turned away masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτρόπῳ — ἀπότροπος turned away masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότροπα — ἀπότροπος turned away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότροπε — ἀπότροπος turned away masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότροποι — ἀπότροπος turned away masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)